παρώτιος

παρώτιος
-ον, ΜΑ
αυτός που βρίσκεται δίπλα στο αφτί
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ παρώτιον
το μέρος τού κανθού τού ματιού προς τα πλάγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + -ώτιος (< οὖς, ὠτός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παρώτιον — τὸ, Α βλ. παρώτιος …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”